- ωτίτης
- ο мизинец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτίτης — ο, Ν το μικρό δάχτυλο τού χεριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή με αυτό ξύνει κανείς, συνήθως, το αφτί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + επίθημα ίτης* (πρβλ. ωλεν ίτης)] … Dictionary of Greek